Η έρευνα του τμήματος Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έρχεται να καταγράψει και τους «ενεργειακά φτωχούς» Ελληνες. Τα συμπεράσματα της έρευνας που έγινε σε 814 άτομα στη Βόρεια Ελλάδα η οποία αντιμετωπίζει πιο δύσκολες κλιματικές συνθήκες, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο άσκησης ορθής πολιτικής. Ειδικά την περίοδο αυτή όπου η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης έχει εκτιναχθεί στα ύψη, αλλά τα εισοδήματα έχουν υποστεί μείωση κατά 30% κι έπεται συνέχεια.
Ορισμός
Σε ό,τι αφορά τον ορισμό της «ενεργειακής φτώχειας», όπως επισημαίνει ο υπεύθυνος για την έρευνα, καθηγητής Επαμ. Πανάς, «είναι μια κατάσταση του νοικοκυριού όπου θα πρέπει να πληρώνει περισσότερο από το 10% του εισοδήματός του για να έχει στο σπίτι του ένα αποδεκτό επίπεδο θερμοκρασίας.
Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες ενέργειας (π.χ. φωτισμό, κ.λπ.). Με άλλα λόγια η ενεργειακή φτώχεια συνδέεται με την κατάσταση όπου κάποιο νοικοκυριό δεν έχει τη δυνατότητα να θερμάνει το σπίτι του έτσι ώστε να αισθάνεται υγιής».
Η θέρμανση επομένως συνδέεται άρρηκτα με την ποιότητα ζωής, αλλά και την υγεία του πληθυσμού. Σύμφωνα με τον Boardman (2010), η συνδετική σχέση ανάμεσα στην ενεργειακή φτώχεια και την υγεία περιγράφεται ως: «Αν τα άτομα δεν έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν ζεστή κατοικία και μένουν σε μια κρύα κατοικία, τότε αυτό είναι καταστρεπτικό για την υγεία… Εξ ορισμού, τα περισσότερα που γράφονται σχετικά με τις ασθένειες λόγω κρύου και για την υπέρβαση του αριθμού των θανάτων κατά το Χειμώνα, είναι μια περιγραφή της ενεργειακής φτώχειας.»
Το μέγεθος της υπέρβασης του αριθμού των θανάτων εξαρτάται από τη φύση του Χειμώνα, αλλά κυρίως κτυπά τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, δηλαδή τα άτομα που είναι κυρίως συνταξιούχοι με χαμηλό εισόδημα και με δυσκολία να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους για θέρμανση. Σύμφωνα με έρευνα για την περίοδο 1988 – 1997, στην Ελλάδα η θνησιμότητα τους χειμερινούς μήνες αυξάνει κατά 18% πάνω από τη μέση ετήσια θνησιμότητα. Στη Φινλανδία με χειρότερες καιρικές συνθήκες το ποσοστό είναι 10%, κάτι που σημαίνει ότι τα σπίτια εκεί είναι ενεργειακά θωρακισμένα.
Τα τελευταία χρόνια τα σπίτια κτίστηκαν με βάση το κέρδος γι’ αυτό και δεν έγινε η καλύτερη δυνατή θωράκισή τους με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγαλύτερη σπατάλη ενέργειας. Είναι εντυπωσιακό ότι στην Ελλάδα η μέση ενεργειακή κατανάλωση κτιρίων στην Αθήνα φτάνει τις 29 κιλοβατώρες το χρόνο ανά κυβικό. Στη Δανία ανέρχεται σε 13 κιλοβατώρες, στη Γερμανία 21 κιλοβατώρες και στην Ολλανδία 20 κιλοβατώρες. Οσο για τα δημόσια κτίρια, δαπανούν 450 εκατ. ευρώ για ενέργεια ετησίως.
Δυσκολίες
Η έρευνα, λοιπόν, καταγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά για να έχουν μια ανεκτή ποιότητα ζωής και δείχνει το δρόμο στην κυβέρνηση για το τι πρέπει να κάνει πέρα από την καταβολή του επιδόματος θέρμανσης που, όπως φαίνεται, δεν αρκεί.
Τρεις είναι οι παράγοντες για τη δημιουργία της «ενεργειακής φτώχειας»:
1. Οι υψηλές τιμές ενέργειας. Σε σχέση με πέρυσι το Οκτώβριο το πετρέλαιο θέρμανσης είναι 45,2% ακριβότερο, το φυσικό αέριο 17% και το ρεύμα 16,3%.
2. Το χαμηλό εισόδημα με τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις.
3. Τα ενεργειακά σπάταλα κτίρια καθώς οι κατασκευαστές περιφρόνησαν τη διάσταση του ενεργειακού σχεδιασμού.
Ετσι, όσο αυξάνονται οι τιμές, πέφτουν τα εισοδήματα τα νοικοκυριά μειώνουν τις δαπάνες ενέργειας χαμηλώνοντας και το δείκτη της ποιότητας ζωής τους.
Όπως προκύπτει:
- Τα 64% των πολιτών δυσκολεύονται πολύ ή σχετικά, να πληρώσουν τους λογαριασμούς για τη θέρμανση του σπιτιού. Μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν το 65% των πολιτών ηλικίας 45 ετών και πάνω, οι μη εργαζόμενοι (72,7%), άνεργοι (72,5%), νοικοκυρές (70,1%), ενώ το 78,6% όσων η οικονομική κατάσταση είναι πολύ δύσκολη έχουν πρόβλημα με τη θέρμανση.
- Το 62,4% δίνει περισσότερο από 10% του εισοδήματός του για θέρμανσης με τις νοικοκυρές (70,1%), αγρότες (68,8%), επιχειρηματίες (63,6%) να έχουν το πιο μεγάλο πρόβλημα.
- Σχεδόν οκτώ στους δέκα (78,6%) χρησιμοποιούν λιγότερη θέρμανση απ’ ό,τι χρειάζονται επειδή δεν φτάνει το εισόδημά τους. Στο «κόκκινο» νοικοκυρές (89,6%), άνεργοι (82%) και συνταξιούχοι (81,1%).
- Στην ερώτηση αν έχουμε επιστρέψει σε εποχές που ο κόσμος θα κρυώνει και δε θα έχει τη δυνατότητα να θερμάνει το σπίτι του το 75,1% απαντά ότι το πιστεύει πολύ και το 18,7% ότι το πιστεύει. Επιμένως, 93,8% των πολιτών εκτιμά ότι γυρίσαμε σε άλλες εποχές.
- Στην ερώτηση για το αν είναι σωστές οι ρυθμίσεις για το επίδομα θέρμανσης, το 71,1% λέει «όχι» και μόλις 15% συμφωνεί.
Δυσαρέσκεια για το 66,1%
Η έρευνα κάνει και μια πολιτική ερώτηση στους πολίτες, μετά τις ερωτήσεις για τη θέρμανση. Το 32,9% δηλώνει πολύ δυσαρεστημένο με την κυβέρνηση και το 33,2% δυσαρεστημένο, επομένως οι αρνητικές γνώμες φτάνουν το 66,1% (δύο στους 3 πολίτες).
Μάλιστα, το 21,5% δηλώνει ούτε πολύ δυσαρεστημένο ούτε πολύ ικανοποιημένο και μόλις 8,1% ικανοποιημένο και 3,7% πολύ ικανοποιημένο. Σε ό,τι αφορά το δείκτη διάχυσης για την ικανοποίηση από την κυβέρνηση, αυτός βρίσκεται στο 29 όταν από το 50 και πάνω φαίνεται η θετική στάση (είμαι ικανοποιημένος από την κυβέρνηση). Αρα με το δείκτη τόσο χαμηλά φαίνεται η δυσαρέσκεια στην κυβερνητική πολιτική.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι όσοι δηλώνουν άνετη οικονομική κατάσταση είναι δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση σε ποσοστό 80%, όσοι είναι άνετοι 57,1%, ενώ όσοι έχουν οικονομικές δυσκολίες είναι δυσαρεστημένοι με 73,2%.
Αναφορικά με την εργασιακή κατάσταση, τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στην κυβέρνηση εκφράζουν οι άνεργοι (82%), οι φοιτητές (82,1%), οι μη εργαζόμενοι (77,3%), οι εργαζόμενοι (74,2%). Πιο δυσαρεστημένοι οι πολίτες ηλικίας 30 – 44 ετών (73,3%), οι ηλικίας 45 – 59 (70,3%) και οι κάτω των 29 ετών (71,9%).
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε τι σκέπτεστε...